Πέμπτη, Μαρτίου 29, 2007

Zήσιμος Λορεντζάτος - Για τον Δημήτρη Χατζή

Image Hosted by ImageShack.us


Έχομε, όμως, και την άλλη ιστορία, την ιστορία γενικότερα, αλλά και ιδιαίτερα την πολιτική ιστορία και την πολιτική. Και εδώ θα μπορούσε να μην είχε κακοφορμίσει ή λαβωματιά. Μοναχά πού ο τρυφερός αυτός άνθρωπος πίστεψε από νέος -μέλος του Κ.Κ.Ε. από το 1935 (22 χρονών)- περισσότερο από όσο έπρεπε στην πο­λιτική (και μάλιστα στο χειρότερο μέρος της, τα κόμματα) και το πλήρωσε ακριβά. «Στα 1952», γράφει ο ίδιος (49 χρονών), «το Κ.Κ.Ε. πού δεν ήταν ευχαριστημένο από τη διαγωγή μου και στον Εμφύλιο Πόλεμο και κατόπιν, με διέγραψε». Ο Χατζής πλήρω­σε, είπαμε, ακριβά. Σέ τούτο δε στάθηκε, βέβαια, ο μόνος. Αλί­μονο! Αποδείχτηκε μακρύς, για τον περασμένο αιώνα, ό κατά­λογος των πάντα εύκολοπίστευτων και πάντα προδομένων του Σολωμού. Si lunga tratta di gente...

Με αφορμή τη σταδιακή επανέκδοση του έργου, λιγοστά λόγια θα προσθέσω για το Χατζή και τη ζωή του. Στο διήγημα «Ενα θύμα της Κατοχής», η Ευρυδίκη -με την οποία συναπαντήθηκαν αργότερα έξω από την Ελλάδα- του είχε πει από τότε (στο διή­γημα): «τη ρήμαξες κ' εσύ τη ζωή σου». Γνωριστήκαμε λίγα χρό­νια προτού πεθάνει. Από το 1935, όταν γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας -απόφαση και ευθύνη δικές του- ίσαμε το 1952, όταν τον διάγραψαν άπο εκεί, δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια (και τι χρόνια), είχε όλο τον καιρό να σκεφτεί. Και σκέφτηκε, φαίνεται. Η διαγραφή του από το κόμμα μοιάζει ένδειχτική. Σκέφτηκε. Θανάσιμος κίνδυνος για τα ολοκληρωτικά κόμματα. Ομως το τε­λικό συμπέρασμα πού έβγαλε δεν το ξεστόμισε ποτέ, το πήρε στον τάφο μαζί του. Σα νιός ξεκίνησε και αυτός με ένα ιδανικό, παράτολμο ιδανικό. Δεν υπολόγισε -όπως και άλλοι πολλοί- πώς κάθε ιδανικό έχει την πραγματικότητα του, πού είναι πάντα διαφορετική. Εμείς, όσοι απομένομε ακόμα, και ξεχωριστά οι παλαιότεροι, πού ζήσαμε όσα έζησε εκείνος, θα πρέπει, ύστερα από τόσα χρόνια, να το έχο­με βγάλει το συμπέρασμα μας. Θα το πω (αφού είμαι ελεύθερος να το πω) το τελικό (αλλά και το αρχικό) συμπέρασμα το δικό μου.

Συχνά οι ποιητές μας μιλούν με παραβολές. Κοντά να τελειώ­σει του Χατζή το διήγημα «Σάντα Μαρία» -«το τιμημένο καρά­βι»- ο ποιητής θέλει, όσους τον διαβάζουν, «να χαίρονται», είναι τα λόγια του, «γιατί έρχεται, πάντα και πάλι ξανάρχεται μια «Σάντα Μαρία» και τίποτα δεν είναι στον κόσμο να της κόψει το δρόμο αύτηνής.

«Και να στοχάζονται πώς έτσι είναι με την Ελευθερία» Ετσι είναι. Μα την αλήθεια. Μοναχά πού ο Χατζής τη γύρεψε σε λάθος μεριά την ελευθερία.

Ελεγα πρωτύτερα πώς το τελικό συμπέρασμα πού έβγαλε δεν το ξεστόμισε, το πήρε στον τάφο μαζί του. Νιώθω χρέος απέναντι στη μνήμη του να προσθέσω ή να συμπληρώσω τώρα πώς είχε πολύ μεγάλη φυσική ευγένεια ώστε, το συμπέρασμα αυτό, να το ξεστομίσει ποτέ δημόσια.

Κηφισιά, καλοκαίρι 2000
Ζήσιμος Λορεντζάτος
«Τρία Κείμενα»
Εκδ. Δόμος
σελ.13-15

Ετικέτες

Τρίτη, Μαρτίου 27, 2007

Σερ Στήβεν Ράνσιμαν - Η ιστορία

Image Hosted by ImageShack.us

…Αν καί υπήρ­ξαν πολλοί μορφωμένοι Έλληνες τους αιώνες αυτούς, (1453-1821) μόνο ένας μεγάλος λαϊκός ιστορικός αναδείχτηκε, ο λαμ­πρός αλλά κάπως ασταθής Δημήτριος Καντεμίρ, και ένας μεγάλος εκκλησιαστικός Ιστορικός, σύγχρονος του, ο Δοσίθεος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Αν δεν υπήρχαν οι εκθέσεις και οι αφηγήσεις ξένων διπλωματών, εκκλη­σιαστικών αντιπροσώπων και περιηγητών, θα είχαμε μεγάλα χρονικά διαστήματα για τα οποία δε θα γνωρίζαμε τίποτα. Ακόμα και για τη σταδιοδρομία του πιο αξιόλο­γου και του πιο μαχητικού από όλους τους Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως, αυτής της περιόδου, του Κυ­ρίλλου Λουκάρεως, στηριζόμαστε κυρίως σε μια συλ­λογή εγγράφων ενός Άγγλου στρατιωτικού ιερέα.

Η Ιστορία έχει σκοτιστεί πολλές φορές από εχθρότη­τα, προκατάληψη και αμάθεια. Δεν είναι πάντοτε εποικο­δομητική. Ακόμα κι ο πιο πιστός φιλέλληνας δε μπορεί να ισχυριστεί ότι όλοι οι Έλληνες συμπεριφέρθηκαν κα­λά. Υπήρξαν πραγματικά σ' αυτούς τους αιώνες μερικοί ευγενείς, σοφοί και θαρραλέοι Έλληνες, πού είναι περισσότερο άξιοι θαυμασμού εξ αιτίας των περιστάσεων μέσα στις όποιες πέρασαν τη ζωή τους. Η δουλεία όμως δε βγάζει συνήθως στην επιφάνεια ο,τι καλύτερο έχει ο άν­θρωπος μέσα του. Αν η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα, το ίδιο κάνει και η απόλυτη αδυναμία. Αν οι Έλληνες υπήρξαν ένοχοι ραδιουργιών και διαφθοράς, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι είχαν να κάνουν με αφέντες που οι περισσότεροι απ' αυτούς ήσαν διεφθαρμένοι ραδιούργοι.

Θα ήταν επίσης λάθος να υποθέσουμε ότι όλοι οι Τούρκοι κυβερνήτες ήσαν άγριοι και αυταρχικοί τύραν­νοι. Πολλοί Τούρκοι αξιωματούχοι ένοιωθαν πραγματικά μια βάναυση περιφρόνηση προς τις χριστιανικές μειονότητες, αλλ' αν κακομεταχειρίζονταν τους Έλλη­νες, αυτό γινόταν κυρίως γιατί ήξεραν ότι δε μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη στην υποταγή τους.

Ό Ελληνισμός επέζησε γαλουχούμενος από την Εκκλησία, επειδή οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να ελπί­ζουν καί να κάνουν σχέδια για την ήμερα πού θ' άναχτούσαν την ελευθερία τους. Δεν μπορούμε, λοιπόν να κατακρίνουμε τους Τούρ­κους, επειδή οι ελπίδες αυτές και τα σχέδια των 'Ελλή­νων τους προκαλούσαν και τους ανάγκαζαν να προβαί­νουν σε πράξεις απάνθρωπες.

Υπήρξαν όμως και Τούρκοι, όπως ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, που ο ίδιος ο λαός τον επονόμασε «ο Νομοθέτης», καθώς και οι μεγάλοι βεζύρηδες της οικογένειας των Κιοπρουλού, που δείχτηκαν με συνέπεια δίκαιοι και φιλικοί προς τους Έλληνες. Ακόμα κι αυτός ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής, όταν η άγρια μανία του για την κατάκτηση κορέσθηκε (και δεν ήταν πιο άγριος από πολλούς σύγχρονους του στην Ευρώπη της Αναγεννήσεως) ένιωθε υπερηφάνεια όταν τον ονό­μαζαν αυτοκράτορα των Ελλήνων όπως και των Τούρ­κων. Στα κατώτερα στρώματα οι σχέσεις μεταξύ των δυό φυλών ήσαν συχνά γνήσια φιλικές. Αν κατηγορούμε τους Έλληνες σαν δόλιους καί τους Τούρκους σαν άγρι­ους, δε θα βρούμε άκρη. Για τον ίδιο λόγο δε θα πρέπει ν' αφήσουμε τα αισθήματα μας υπέρ ή κατά της Μεγάλης Εκκλησίας της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως) να επηρεάσουν την αντικειμενικότητα μας. Κάθε ιστορικόςέχει τίς προσωπικές του κλίσεις και τις προσωπικές του συμπάθειες, αλλά η γνώση φτάνει στην κατανόηση μόνον όταν την απαλύνει η αντικειμενικότητα και απελευθερώ­νεται από την προκατάληψη.

Οι ίδιοι οι Έλληνες έδειξαν πώς δεν τους πολυάρεσε να μελετούν την ιστορία των προγόνων τους της περι­όδου της τουρκικής κυριαρχίας. Έχουν όμως λάθος, γιατί, αν καί κλείνει πολλά πού προκαλούν μελαγχολία στον Έλληνα όταν τα θυμάται, μαρτυρούν επίσης και τη γενναία και άσβεστη ζωτικότητα του Ελληνισμού και την πνευματική δύναμη της Άγιας 'Ορθοδόξου Εκκλη­σίας. Η Ιστορία αυτή παρουσιάζει επίσης και διεθνές ενδιαφέρον, γιατί δείχνει το τι μπορεί να συμβεί σε άνδρες και σε γυναίκες που εξαναγκάζονται να γίνουν υποδε­έστεροι πολίτες. Μπορεί όμως να πει κανείς πώς και η σύγχρονη κοινωνία παρουσιάζει ομοιότητες με την ιστο­ρία της περιόδου αυτής, γιατί και στις μέρες μας υπάρ­χουν ακόμη χώρες στις οποίες οι πολίτες είναι χωρισμέ­νοι σε δυο κατηγορίες.

Η Μεγάλη Εκκλησία Εν Αιχμαλωσία
Σέρ Στήβεν Ράνσιμαν – ο πρόλογος
1967

Ετικέτες

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

Σερ Στήβεν Ράνσιμαν - Ο ιστορικός

Image Hosted by ImageShack.us

Ο δρόμος της θρησκευτικής ιστορίας, είναι ο δυσκολώτερος, ο πιο δύσβατος από όσους έχει να διανύσει ο ιστορικός.

Γι' αυτόν που πιστεύει, ότι οι θρησκευτικές αλή­θειες είναι αιώνιες, το δόγμα που αυτός κηρύσσει κι αποδέχεται, δίδει έκφραση στην αιώνια εγκυρό­τητα τους. Γι' αυτόν, ο ιστορικός πού αναζητά ν' ανακαλύψει καί να εξηγήσει, γιατί το δόγμα πρέπει να εμφανίστηκε κάποια ιδιαίτερη στιγμή του χρό­νου, φαίνεται ένοχος αδικαιολόγητου ντετερμινι­σμού. Η «εξ Άποκαλύψεως» θρησκεία όμως, δέ μπορεί να ξεφύγει από τα χρονικά όρια, γιατί η αποκάλυψη πρέπει να έγινε σε κάποια ιδιαίτερη, δεδομένη στιγμή. Η Χριστιανική Θρησκεία, πάνω απ' όλες τις άλλες, εξετάζει τις σχέσεις του χρόνου με την αιωνιότητα…

Ο ιστορικός όμως είναι και ο ίδιος άνθρωπος και δεσμεύεται από τους περιορισμούς της προσωρινότητας και πρέπει να έχει την ταπει­νοσύνη να παραδέχεται τίς δικές του ανεπάρκειες. Το έργο του είναι να αφηγηθεί την ιστορία και να την κάνει όσο μπορεί περισσότερο κατανοητή στην ανθρωπότητα.

Ωστόσο, αφού η ιστορία πρέπει να είναι κατα­νοητή, χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια απλή παρουσίαση των κοσμικών γεγονότων. Πολλοί με­γάλοι και σοφοί άνθρωποι μας έχουν πεϊ ότι, η ιστορία είναι μια επιστήμη και τίποτε περισσότερο. Είναι αλήθεια ότι για τη συλλογή των ιστορικών μαρτυριών απαιτούνται, ακρίβεια καί αντικειμενι­κότητα, ειδικά όταν το θέμα αφορά τη θρησκεία, μια σφαίρα στην οποία η κρίση, πολύ συχνά, επηρε­άζεται από προσωπικές πεποιθήσεις καί προκατα­λήψεις. Η μέθοδος όμως του ιστορικού, δεν μπορεί να είναι εξ ολοκλήρου εμπειρική. Η ανθρώπινη συμπεριφορά αψηφά τους επιστημονικούς νόμους· η ανθρώπινη φύση δεν έχει ακόμα αναλυθεί συστη­ματικά. Οι ανθρώπινες δοξασίες παραμερίζουν τη λογική καί τον ορθολογισμό. Ο ιστορικός πρέπει να προσθέσει στην αντικειμενική σπουδή του τις ιδιότητες της συμπαθούσης διαίσθησης και ευφάν­ταστης αντίληψης, διότι χωρίς αυτές δε μπορεί να ελπίσει ότι θα κατανικήσει τους φόβους, τις βλέ­ψεις και τις πεποιθήσεις που παρακίνησαν τίς πε­ρασμένες γενεές. Αυτές οι ιδιότητες είναι, ίσως, πνευματικά χαρίσματα, χαρίσματα πού μπορεί κα­νείς να τα δοκιμάσει καί να τα νιώσει, αλλά δεν μπορεί να τα εξηγήσει με ανθρώπινα δεδομένα.

Για τη σπουδή της Ορθόδοξης Πίστης της Ανα­τολικής Χριστιανοσύνης, το διαισθητικό αυτό χά­ρισμα είναι απαραίτητο. Είναι μια Πίστη πού υπήρξε πάντοτε φιλύποπτη στίς προσπάθειες που έγιναν για να περιοριστεί η Θρησκεία σ' ένα σύστημα σχεδόν φιλοσοφικό. Προτίμησε πάντοτε να μείνει σταθερά προσκολλημένη στην ενδόμυχη πλη­ροφόρηση και στην άγραφη παράδοση. H μεγαλο­φυία της είναι άποφατική και βασίζεται στην άγνοια του ανθρώπου μπροστά στο Θείο. Εκείνο πού μπορούμε να ξέρουμε για το Θεό είναι ότι «δεν ξέρουμε τίποτα», επειδή οι ιδιότητες του είναι από τη φύση τους έξω από το βασίλειο της κοσμικής γνώσης. Η Θεολογία της και οι συνηθειές της χα­ρακτηρίζονται από αντινομίες που δεν ερμηνεύον­ται εύκολα από ένα ορθολογιστική παρατηρητή, εί­ναι πιθανόν, ότι κανένας από όσους δεν έχουν γα­λουχηθεί μέσα στην ατμόσφαιρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν είναι σε θέση να την κατανοήσει πλήρως, και ακόμα λιγότερο, να την περιγράψει.

Η Μεγάλη Εκκλησία Εν Αιχμαλωσία
Σέρ Στήβεν Ράνσιμαν – η Εισαγωγή
1967

Ετικέτες ,

Σάββατο, Μαρτίου 24, 2007

Douglas Dakin - Η Eλληνική Διοίκηση: πολιτικοί ανταγωνισμοί

Image Hosted by ImageShack.us

Tα κίνητρα πού ώθησαν τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα το 1821 ήταν ποικιλόμορφα: μερικά από αυτά προϊόν του μακρινού παρελθόντος τους και άλλα αποτέλεσμα πιο πρόσφατων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων στην Ευρώπη και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μολονότι είχαν, επί αιώνες, συνεργαστεί με τους αλλόθρησκους αφέντες τους, δεν είχαν πάψει να τους αντιμετωπίζουν με άγριο μίσος και βαθιά περιφρόνηση. Είχαν μια έμφυτη συνωμοτική διάθεση κι ένα έντονο αίσθημα τοπικής ανεξαρτησίας είχαν ακόμη ένα είδος εθνικής συνείδησης, τον ελληνισμό τους, πού καλ­λιεργήθηκε χάρη στην Εκκλησία και την επιβίωση της ελληνικής γλώσ­σας. Πολλοί Ελληνες, όπως είδαμε, είχαν ποικιλότροπα εμποτισθεί με τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και είχαν βγάλει τα δικά τους συμπεράσματα βλέποντας την αμερικανική ανεξαρτησία, την αναστάτωση της επαναστατημένης Ευρώπης, την εγκαθίδρυση της Ιόνιας Πολιτείας και τους αγώνες στη Λατινική Αμερική.

Άλλα, μολονότι ένα λαό μπορούν να τον ενεργοποιήσουν πολλές και ποικίλες ιδέες, εκείνο πού τον κάνει συνήθως να καταφύγει στη βία είναι η όξυνση μιας συγκεκριμένης ιδέας, σε συνδυασμό με μια λανθάνουσα κι­νητήρια δύναμη, πού είναι συνήθως ο φόβος. Στούς Έλληνες, εκείνο πού οξύνθηκε ήταν ό θρησκευτικός τους ζήλος, καί ή όξυνση αυτή οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στη Φιλική Εταιρεία. Ακόμη και οι Έλληνες εκείνοι που κινδύνευαν να χάσουν πάρα πολλά από τη δημιουργία μιας πολιτικής αναστάτωσης στην 'Οθωμανική Αυτοκρατορία, πήραν, όπως είδαμε, μέ­ρος στη συνωμοσία των Φιλικών, μια και κανένας Έλληνας δεν μπορεί ν' αντισταθεί στο νεωτερισμό και στην επιθυμία να παίξει έναν ηγετικό ρό­λο.

Από τη στιγμή πού βρέθηκαν ανακατεμένοι, ό φόβος τους έσπρωξε να κινηθούν. Αυτό βοήθησε την Εταιρεία, πού κάτω από την πίεση του ελληνικού έγωκεντρισμού είχε ήδη εμφανίσει σημάδια διάσπασης, να επι­ζήσει αρκετά ώστε να κινητοποιήσει, τα ποικίλα στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας, ανάμεσα στα όποία το κυριότερο ήταν οι κλέφτες. Περισσότε­ρο δεν προχώρησε η Εταιρεία, δε δημιούργησε τον κατάλληλο μηχανισμό ούτε για την παραπέρα διεξαγωγή του πολέμου ούτε για τη συγκρότηση ενός ελληνικού κράτους. Κατά συνέπεια, εκείνοι που ανέλαβαν να συντη­ρήσουν τις ένοπλες δυνάμεις και να συγκροτήσουν ένα είδος κυβέρνησης για να κατευθύνει τον αγώνα ήταν οι Έλληνες ιθύνοντες επί Τουρκοκρα­τίας, με τους ισχυρούς τοπικούς δεσμούς. Στις ενέργειες τους αυτές βρέ­θηκαν αντιμέτωποι με ένα ελληνικό δημοκρατικό φρόνημα στενά δεμένο με την κλέφτικη τοπικιστική φιλαυτία. Κατά συνέπεια, οί συνεχείς από­πειρες για τη δημιουργία κρατικών θεσμών συνοδεύονταν πάντοτε από έκδηλώσεις αναρχίας και αδελφοκτόνες συγκρούσεις, πού έπαιρναν τη βιαιότερη κι εκρηκτικότερη μορφή λόγω των εθνικών χαρακτηριστικών -της υπερβολικής πανουργίας, της αγάπης για τις ραδιουργίες, της ροπής στις συναισθηματικές ακρότητες, της επιθυμίας όλων να καθοδηγούν και της απροθυμίας όλων να καθοδηγούνται.

Παρά τον φαινομενικά μοναδικό σκο­πό για τον οποίο οι Έλληνες άρχισαν την Επανάσταση, υπήρξε τελικά τόση ποικιλία δευτερευόντων σκοπών και τέτοια σύγκρουση συμφερόντων, ώστε σε κάθε στιγμή σχεδόν κινδύνευε η εθνική υπόθεση.

Οι ανώτερες κοι­νωνικές τάξεις ήθελαν την οθωμανική κοινωνία χωρίς τους Τούρκους, οι στρατιωτικοί ήθελαν ν' αποκτήσουν για λογαριασμό τους αντίστοιχες ανε­ξάρτητες σατραπείες και να γίνουν μικρογραφίες του Αλή-πασά, και τα χαμηλότερα στρώματα ήθελαν απλώς να βελτιώσουν τη θέση τους, να. γλι­τώσουν από τους φόρους, να γίνουν ιδιοκτήτες και ν' αυξήσουν την έκταση της γης πού καλλιεργούσαν και ν' ανέβουν ψηλότερα στην κοινοτική κλί­μακα. Ανάμεσα στις φτωχότερες και τις πλουσιότερες τάξεις υπήρχε πάν­τοτε, λανθάνουσα, ή σύγκρουση.

Αλλά η σύγκρουση αυτή ποτέ δεν κατέ­ληξε σε ανοιχτή αναμέτρηση κατά τα γεγονότα πού επακολούθησαν. Η φτωχολογιά, που δεν αποτελούσε μια ομοιόμορφη μάζα, δεν είχε δικούς της αρχηγούς, και ούτε εμφανίστηκαν διανοούμενοι ή πολιτικοί να την κα­θοδηγήσουν σαν κοινωνική τάξη. Αρχηγοί της τελικά ήταν οι τοπικοί πρού­χοντες, που βρίσκονταν πολύ ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα και με τους οποίους την ένωναν οι περίπλοκοι δεσμοί της ελληνικής κοινωνίας.

Σελ.106-107
Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ

Ετικέτες

Σύνδεσμοι

eXTReMe Tracker